- μουντζουρώνω
- μουντζούρωσα, μουντζουρώθηκα, μουντζουρωμένος, λερώνω με μουντζούρες: Τον αποβάλανε γιατί μουντζούρωσε τους τοίχους της τάξης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μουντζουρώνω — μουντζουρώνω, μουντζούρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μουντζουρώνω — και μουτζουρώνω και μουζουρώνω (Μ μουντζουρώνω και μουρτζουλώνω και μουτζουλώνω) [μουντζούρα] αλείφω το πρόσωπο κάποιου με καπνιά για διαπόμπευση νεοελλ. 1. λερώνω κάποιον ή κάτι με μελάνι ή άλλη βαθύχρωμη ουσία 2. γράφω δυσανάγνωστα γράμματα,… … Dictionary of Greek
αθαλώνω — [αθάλη] μαυρίζω κάποιον ή κάτι με αιθάλη, καπνιά, μουντζουρώνω, μαυρίζω … Dictionary of Greek
αμουντζούρωτος — η, ο [μουντζουρώνω] αυτός που δεν έχει μουντζούρες, καθαρός … Dictionary of Greek
κηλιδώνω — (Α κηλιδῶ, όω, δωρ. τ. καλιδῶ) [κηλίς] 1. ρυπαίνω με κηλίδες, λερώνω, λεκιάζω («τὴν ἐσθήτα αὐτοῡ ἐκηλίδωσε», Δίων Κάσσ.) 2. μτφ. καταισχύνω, ντροπιάζω, ατιμάζω, κατασπιλώνω, μουντζουρώνω (α. «κηλίδωσε την τιμή του» β. «οὐ δεσμοῑσι διὰ τυραννίδας… … Dictionary of Greek
μαυρίζω — (Μ μαυρίζω) [μαύρος] 1. καθιστώ κάτι μαύρο, προσδίδω σε κάτι μαύρο χρώμα («σέ μαύρισε για τα καλά ο ήλιος») 2. φαίνομαι μαύρος («μαυρίζει σαν κόρακας») 3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρισμένος, η, ο(ν) θλιβερός, λυπημένος («Ω μαυρισμένη μου ψυχή … Dictionary of Greek
μουτζουλώνω — (Μ) βλ. μουντζουρώνω … Dictionary of Greek
μουτζουρώνω — βλ. μουντζουρώνω … Dictionary of Greek
αθαλώνω — αθάλωσα, αθαλώθηκα, αθαλωμένος, μουντζουρώνω, μαυρίζω: Το σπίτι ήταν παλιό κι η σκεπή από τη φωτογωνιά είχε αθαλώσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κηλιδώνω — κηλίδωσα, κηλιδώθηκα, κηλιδωμένος 1. λερώνω, λεκιάζω: Κηλιδώθηκε το παντελόνι σου. 2. στιγματίζω, ντροπιάζω, μουντζουρώνω: Κηλίδωσε την τιμή της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)